ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… … Dictionary of Greek
μέζον — μέζον, τὸ (Μ) βλ. μέτζο … Dictionary of Greek
μετζαβόλτα — η κοινή ονομασία τού ναυτικού κόμπου που είναι γνωστός και ως ημίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτζο* «μισό» + βόλτα «στροφή»] … Dictionary of Greek
μετζοπάτωμα — το ο ημιόροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτζο* + πάτωμα] … Dictionary of Greek
Μπουκουβάλας — I Επώνυμο οικογένειας αρματολών των Αγράφων, η οποία καταγόταν από το χωριό Σακαρέτσι του Βάλτου. 1. Γιάννος (1715 1780). Ήταν πρωτοπαλίκαρο του Δήμου Σταθά, ο οποίος διακρίθηκε ως κλέφτης. Το 1767 νίκησε τον παππού του Aλή πασά Μέτζο ή Μούρτο… … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
ένταση — η 1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής. 2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής. 3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός. 4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)